- καταβαθμός
- ο (Α καταβαθμός και αττ. τ. καταβασμός)μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, κατηφορική δίοδος, κατάβασηνεοελλ.ναυτ. μέρος ακτής χωρίς λιμάνι, κατάλληλο όμως για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων, κν. σκάλααρχ.ως κύριο όν. ὁ Καταβαθμόςκρημνώδης κατωφέρεια που χωρίζει την Αίγυπτο από τη Νουβία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βαθμός «βήμα, σκαλοπάτι» (< θ. βα τού βαίνω που εμφανίζεται και σε άλλα παράγωγά του, πρβλ. βά-θρον) + επίθημα -θμός (πρβλ. ρυ-θμός, στα-θμός)].
Dictionary of Greek. 2013.